γελλού

γελλού
η (Μ γελλού) [Γελλώ]
1. (υβριστικά, για γυναίκα) στρίγγλα
2. μάγισσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γελλούδα — και Γελλού, Γιαλλούδα, η (Μ Γελλού και Γιλλού) μυθολογικό ον, κακοποιό πνεύμα που θανατώνει μικρά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Γελλούδα < Γελλού ο τ. Γελλού < αρχ. Γελλώ] …   Dictionary of Greek

  • αναγριαλλού — η φάντασμα με γυναικεία μορφή, νεράιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *αγριαλλού < άγριος + γελλού] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”